μαλλιαρισμός

μαλλιαρισμός
ο
η χρήση ακραίας δημοτικής γλώσσας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μαλλιαρισμός — ο 1. παλαιότερη, σκωπτική ονομασία τών λογίων που χρησιμοποιούσαν τη δημοτική γλώσσα με ακρότητες και υπερβολές, καθώς και το κίνημα για τη χρησιμοποίηση και την επιβολή τής δημοτικής σε όλες τις εκφράσεις τής ζωής 2. οι γλωσσικές ακρότητες τής… …   Dictionary of Greek

  • μαλλιαροσύνη — η [μαλλιαρός] 1. η ιδιότητα τού μαλλιαρού 2. μαλλιαρισμός 3. το σύνολο τών μαλλιαρών, τών οπαδών τής ακραίας δημοτικής …   Dictionary of Greek

  • ψυχαρισμός — ο η γλωσσική διδασκαλία του Γιάννη Ψυχάρη, ο άκρος δημοτικισμός, ο μαλλιαρισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”